τρίπηχυς: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-υ, ΜΑ<br />ο [[τρίπηχος]] (α. «[[τρίπηχυς]] [[ὕπερος]]», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «κροκόδειλοι όσον τε τριπήχεες χερσαῑοι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πῆχυς]] (<b>πρβλ.</b> [[δίπηχυς]])].
|mltxt=-υ, ΜΑ<br />ο [[τρίπηχος]] (α. «[[τρίπηχυς]] [[ὕπερος]]», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «κροκόδειλοι όσον τε τριπήχεες χερσαῑοι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πῆχυς]] (<b>πρβλ.</b> [[δίπηχυς]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρίπηχυς:''' -υ, γεν. <i>-εος</i>, αυτός που έχει [[μήκος]] ή ύψος τριών πήχεων, σε Ηρόδ., Αττ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπηχυς Medium diacritics: τρίπηχυς Low diacritics: τρίπηχυς Capitals: ΤΡΙΠΗΧΥΣ
Transliteration A: trípēchys Transliteration B: tripēchys Transliteration C: tripichys Beta Code: tri/phxus

English (LSJ)

υ, gen. εος,

   A three cubits long or tall, ὕπερον τρίπηχυν Hes.Op.423; εἴδωλον τρίπηχυ Hdt.1.51; παλλάδιον τρίπηχυ Apollod.3.12.3; ῥῖνα τρίπηχυν AP11.267; κροκόδιλοι ὅσον τε τριπήχεες Hdt.4.192; κλῳῷ τριπήχει E.Cyc.235; τόξα τριπήχη X.An.4.2.28; καταπάλτας τριπήχεις IG22.1467.53, Plb.5.88.7; ῥάβδους τριπήχεις Dsc.1.100: metaph., ἔπη τριπήχη Crates Com. 19 (ἐπεὶ codd.Ath.):—also τριπήχης, ες, Hdn.Gr.1.82.

German (Pape)

[Seite 1145] υ, drei Ellen lang; Hes. O. 425; εἴδωλον, Her. 1, 51; Eur. Cycl. 243; Xen. An. 4, 2, 28; Folgde; übh. sehr groß, sehr lang, Lob. Phryn. 549.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπηχυς: υ, γεν. -εος, ὁ ἔχων μῆκοςὕψος τριῶν πήχεων, τρίπηχυς ὕπερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421, Ἡρόδ. 4. 192, Εὐρ. Κύκλ. 235, Ξενοφ. κλπ. - μεταφορ., ἔπη τριπήχη Θετταλικῶς τετμημένα Κράτης ἐν «Λαμίᾳ» 2, τὸ τοῦ Ὁρατίου verba sesquipedalia, Λοβ. εἰς Φρύν. 549. - ὡσαύτως τριπήχης, ες, πῆχυς, τριπήχης, τετραπήχης Ἀρκάδ. 27, 26· τριπήχης, τριπήχους Χοιροβ. εἰς τὸ Ὀνομαστ. τ. 1, σ. 55, 31, ἔκδ. Gaisford.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. εος;
long, large, etc. de trois coudées.
Étymologie: τρεῖς, πῆχυς.

Greek Monolingual

-υ, ΜΑ
ο τρίπηχος (α. «τρίπηχυς ὕπερος», Ησίοδ.
β. «κροκόδειλοι όσον τε τριπήχεες χερσαῑοι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πῆχυς (πρβλ. δίπηχυς)].

Greek Monotonic

τρίπηχυς: -υ, γεν. -εος, αυτός που έχει μήκος ή ύψος τριών πήχεων, σε Ηρόδ., Αττ.