τρυπιοχέρης: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τρυποχέρης]] και τρουποχέρης, -α, -ικο, Ν<br />εξαιρετικά [[σπάταλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρύπιος]] / <i>τρούπιος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[χέρης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χέρι]]) <b>πρβλ.</b> <i>ανοιχτο</i>-[[χέρης]]].
|mltxt=και [[τρυποχέρης]] και τρουποχέρης, -α, -ικο, Ν<br />εξαιρετικά [[σπάταλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρύπιος]] / <i>τρούπιος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[χέρης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χέρι]]) [[πρβλ]]. [[ανοιχτοχέρης]]].
}}
}}

Revision as of 14:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

και τρυποχέρης και τρουποχέρης, -α, -ικο, Ν
εξαιρετικά σπάταλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπιος / τρούπιος + -χέρης (< χέρι) πρβλ. ανοιχτοχέρης].