σχελίς: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σκελίδα]].
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σκελίδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχελίς:''' -[[ίδος]], ἡ, κατά κανόνα στον πληθ. [[σχελίδες]], κομμάτια βοδινού κρέατος από τα [[πλευρά]] του σφαγίου, παϊδάκια, [[χοιρομέρι]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχελίς Medium diacritics: σχελίς Low diacritics: σχελίς Capitals: ΣΧΕΛΙΣ
Transliteration A: schelís Transliteration B: schelis Transliteration C: schelis Beta Code: sxeli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, mostly in pl. σχελίδες,

   A ribs of beef, A.Fr.443, Ar. Eq.362 (cf. Sch.ad loc., Hsch.), Fr.253; σ. ὁλόκνημοι Pherecr.108.13, cf. Luc.Lex.6; also κάπρου σχελίδες cj. Mein. in Archipp.11.3 (lyr.); σ. λαγωῶν Poll.6.33:—later written σκελίδες, ὑῶν sides of bacon, D.Chr.7.44, cf. PSI4.428.5 (iii B.C.), and so prob. in Poll.2.193.

German (Pape)

[Seite 1054] ίδος, ἡ, att. statt σκελίς; Aesch. frg. 342; σχελίδας ἐδηδοκὼς ὠνήσομαι μέταλλα, Ar. Equ. 362, Schol. βοὸς πλευρὰ ἢ ἁπλῶς τὰ πλευρικά; vgl. Luc. Lexiph. 6.

Greek (Liddell-Scott)

σχελίς: -ίδος, ἡ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. σχελίδες, ἐπιμήκη τεμάχη κρεῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 342, Ἀριστοφ. Ἱππ. 362, Ἀποσπ. 249 σχελίδες ὁλόκνημοι Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 13, πρβλ. Λουκ. Λεξιφάν. 6· ― ὡσαύτως, σχ. ὑῶν, χοίρων, Δίωνος Χρυσ. Λογ. 7, σ. 236. ΙΙ. σκελὶς παρὰ μεταγεν. ἀντὶ ἄγλις, κοινῶς «σκελίδα», «καὶ βρέχε μίαν σκελίδα σκόρδου εἰς αὐτὸ τὸ παχὺ» Ἀγαπίου Γεωπον. 144. (Ἡ ἐκ τοῦ σκέλος ἐτυμολογία δὲν συνάδει πρὸς τὴν σημασίαν ἣν εἰς τὴν λέξιν ἀποδίδουσιν οἱ Γραμματ.· ― «σχελίδας· βοὸς πλευρά, ἢ ἁπλῶς τὰ πλευρικὰ τῶν βοῶν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἡσύχ.).

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
βλ. σκελίδα.

Greek Monotonic

σχελίς: -ίδος, ἡ, κατά κανόνα στον πληθ. σχελίδες, κομμάτια βοδινού κρέατος από τα πλευρά του σφαγίου, παϊδάκια, χοιρομέρι, σε Αριστοφ.