τανυπτέρυξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-υγος, ὁ, ἡ, Α<br />[[τανύπτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του ρ. [[τάνυμαι]] «τεντώνομαι» <span style="color: red;">+</span> [[πτέρυξ]], -<i>υγος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μελανο</i>-[[πτέρυξ]]).
|mltxt=-υγος, ὁ, ἡ, Α<br />[[τανύπτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τανυ</i>- του ρ. [[τάνυμαι]] «τεντώνομαι» <span style="color: red;">+</span> [[πτέρυξ]], -<i>υγος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μελανο</i>-[[πτέρυξ]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰνυπτέρυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ, = [[τανύπτερος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνυπτέρυξ Medium diacritics: τανυπτέρυξ Low diacritics: τανυπτέρυξ Capitals: ΤΑΝΥΠΤΕΡΥΞ
Transliteration A: tanyptéryx Transliteration B: tanypteryx Transliteration C: tanypteryks Beta Code: tanupte/ruc

English (LSJ)

ῠγος, ὁ, ἡ, = foreg.,

   A οἰωνοί Il.12.237; ἅρπη 19.350:—also τᾰνυ-πτέρῠγος, ον, μυῖα Simon.32 (cf. POxy.1087.32); gen. pl. -πτερύγων may belong to either, Ἐρώτων Sammelb.6699.1 (Ptolemaic).

German (Pape)

[Seite 1067] υγος, ὁ, ἡ, = τανύπτερος, mit ausgebreiteten, ausgespannten od. langen Flügeln; auch weit od. schnell fliegend; οἰωνοί, Il. 12, 237; ἅρπη, 19, 350; νώτων, Antp. Th. 19 (IX, 59).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνυπτέρυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = τανύπτερος, οἰωνοὶ Ἰλ. Μ. 237· ἅρπη Τ. 350· - ὡσαύτως τᾰνῠπτέρῠγος, ον, Σιμωνίδ. 39.

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ, ἡ)
aux longues ailes, aux ailes déployées, aux ailes rapides.
Étymologie: τανύω, πτέρυξ.

English (Autenrieth)

υγος: with wide-stretching wings, Il. 12.237 and Il. 19.350.

Greek Monolingual

-υγος, ὁ, ἡ, Α
τανύπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + πτέρυξ, -υγος (πρβλ. μελανο-πτέρυξ).

Greek Monotonic

τᾰνυπτέρυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = τανύπτερος, σε Ομήρ. Ιλ.