ὑπόγραμμα: Difference between revisions
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
(43) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άμματος, τὸ, Α [[ὑπογράφω]]<br /><b>1.</b> [[επιγραφή]] σε [[βάση]] στήλης<br /><b>2.</b> μελανή [[χρωστική]] [[ουσία]] για το [[βάψιμο]] του δέρματος [[κάτω]] από τα βλέφαρα. | |mltxt=-άμματος, τὸ, Α [[ὑπογράφω]]<br /><b>1.</b> [[επιγραφή]] σε [[βάση]] στήλης<br /><b>2.</b> μελανή [[χρωστική]] [[ουσία]] για το [[βάψιμο]] του δέρματος [[κάτω]] από τα βλέφαρα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόγραμμα:''' τό краска для подведения глаз, сурьма Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A inscription on the base of a στήλη, Lycurg. 118. II pigment used for painting under the eyelids, Ar.Fr. 320.5, cf. Phryn.PSp.118 B., EM782.8: v. ὑπογραφή 111.
German (Pape)
[Seite 1213] τό, 1) das Unterschriebene, die Unterschrift, Sp. – Auch die Inschrift, Aufschrift, das dem Uebrigen Voranstehende, Lycurg. 118, wo darauf folgt τοὺς ὕστερον προσαναγραφέντας. – 2) das Schminken der Augenbrauen, auch die dazu gebrauchte Schminke, Phryn. in B. A. 68. S. ὑπογράφω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόγραμμα: τό, ἐπιγραφή ἀναγεγραμμένη ἐν στήλῃ, Λυκοῦργ. 164. 33. ΙΙ. Μέλαινά τις σκευασία, δι’ ἧς ἔχριον τὰ ὑπὸ τὰ βλέφαρα μέρη αἱ γυναῖκες, πρβλ. στίβι καὶ στίμμι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 695, πρβλ. Α. Β. 68, ὑπογραφὴ ΙΙΙ.
Greek Monolingual
-άμματος, τὸ, Α ὑπογράφω
1. επιγραφή σε βάση στήλης
2. μελανή χρωστική ουσία για το βάψιμο του δέρματος κάτω από τα βλέφαρα.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόγραμμα: τό краска для подведения глаз, сурьма Arph.