ὑπεκδέχομαι: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[δέχομαι]] από [[κάτω]] μου («[[δάμαλις]]... μαστῷ πόρτιν ὑπεκδέχεται», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκδέχομαι]] «[[παραλαμβάνω]], [[δέχομαι]], [[αναλαμβάνω]] [[ευθύνη]]»]. | |mltxt=Α<br />[[δέχομαι]] από [[κάτω]] μου («[[δάμαλις]]... μαστῷ πόρτιν ὑπεκδέχεται», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκδέχομαι]] «[[παραλαμβάνω]], [[δέχομαι]], [[αναλαμβάνω]] [[ευθύνη]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπεκδέχομαι:''' αποθ., [[δέχομαι]] από [[κάτω]] μου, λέγεται για [[αγελάδα]], <i>πόρτιν μαστῷ ὑπεκδέχεται</i>, δέχεται, έχει ένα [[μοσχαράκι]] [[κάτω]] από τον μαστό της, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A have under oneself, of a cow, μαστῷ πόρτιν ὑ., of a calf at the udder, AP9.722 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1185] (s. δέχομαι), unter sich nehmen; πόρτιν μαστῷ, von der Kuh, unter sich am Euter haben, Ep. ad. 221 (IX, 722).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκδέχομαι: δέχομαι ὑποκάτω μου, ἐπὶ ἀγελάδος, πόρτιν μαστῷ ὑπ., δέχομαι μόσχον ὑποκάτω μου εἰς τὸν μαστόν, Ἀνθ. Π. 9. 722.
French (Bailly abrégé)
recevoir sous.
Étymologie: ὑπό, ἐκδέχομαι.
Greek Monolingual
Α
δέχομαι από κάτω μου («δάμαλις... μαστῷ πόρτιν ὑπεκδέχεται», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκδέχομαι «παραλαμβάνω, δέχομαι, αναλαμβάνω ευθύνη»].
Greek Monotonic
ὑπεκδέχομαι: αποθ., δέχομαι από κάτω μου, λέγεται για αγελάδα, πόρτιν μαστῷ ὑπεκδέχεται, δέχεται, έχει ένα μοσχαράκι κάτω από τον μαστό της, σε Ανθ.