τένθης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[λαίμαργος]] («ἄλλοις τένθαις πολλοῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λωποδύται, μοιχοί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. [[τένδω]], αν δεχθεί [[κανείς]] τη σημ. «[[εσθίω]], [[λιχνεύω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τένδω]])].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[λαίμαργος]] («ἄλλοις τένθαις πολλοῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «λωποδύται, μοιχοί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. [[τένδω]], αν δεχθεί [[κανείς]] τη σημ. «[[εσθίω]], [[λιχνεύω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[τένδω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τένθης:''' -ου, ὁ ([[τένθω]]), αυτός που τρέφεται με εκλεκτές τροφές, [[λιχούδης]], [[λαίμαργος]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τένθης Medium diacritics: τένθης Low diacritics: τένθης Capitals: ΤΕΝΘΗΣ
Transliteration A: ténthēs Transliteration B: tenthēs Transliteration C: tenthis Beta Code: te/nqhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A gourmand, Cratin.320 (lyr.), Ar.Pax1009,1120, Cephisodorusap. Eus.PE15.2, Ath.1.6c, 3.112b; cf. προτένθης. (Expld. as λωποδύται, μοιχοί, Hsch., but as οἱ λίχνοι, Id. s.v. τένδω; τ. δὲ ὁ λίχνος καὶ τὸ ἀπὸ παντὸς ἥδιστον θηρώμενος μεταφέρων αὐτὸ ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλα Anon. in EN182.10.)

German (Pape)

[Seite 1091] ὁ, ein Leckermaul, Näscher; Cratin. bei Ath. VII, 305 d; Ar. Pax 974. 1086; Sp.; Tim. lex. Pl. erklärt γαστρίμαργος, Hesych. λίχνος. Vgl. auch προτένθης.

Greek (Liddell-Scott)

τένθης: -ου, ὁ (τένθω) λαίμαργος, λίχνος, «λιχούδης», Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 14, Ἀριστοφ. ἐν Εἰρήν. 1009, 1120, πρβλ. προτένθης.- Καθ’ Ἡσύχ.: «τένθαι· λωποδύται. μοιχοί».

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
gourmand.
Étymologie: DELG τέμνω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. λαίμαργος («ἄλλοις τένθαις πολλοῑς», Αριστοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «λωποδύται, μοιχοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. τένδω, αν δεχθεί κανείς τη σημ. «εσθίω, λιχνεύω» (βλ. λ. τένδω)].

Greek Monotonic

τένθης: -ου, ὁ (τένθω), αυτός που τρέφεται με εκλεκτές τροφές, λιχούδης, λαίμαργος, σε Αριστοφ.