φιλοτέχνημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(45)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φιλοτεχνῶ]]<br />[[έργο]] κατασκευασμένο με [[φιλοτεχνία]], [[καλλιτέχνημα]], [[κομψοτέχνημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />έντεχνα στημένη [[παγίδα]].
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φιλοτεχνῶ]]<br />[[έργο]] κατασκευασμένο με [[φιλοτεχνία]], [[καλλιτέχνημα]], [[κομψοτέχνημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />έντεχνα στημένη [[παγίδα]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοτέχνημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> искусное сооружение, западня Diod.;<br /><b class="num">2)</b> произведение искусства (φ. [[illud]], [[quod]] vidi in Parthenone Cic.).
}}
}}

Revision as of 05:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοτέχνημα Medium diacritics: φιλοτέχνημα Low diacritics: φιλοτέχνημα Capitals: ΦΙΛΟΤΕΧΝΗΜΑ
Transliteration A: philotéchnēma Transliteration B: philotechnēma Transliteration C: filotechnima Beta Code: filote/xnhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A chef-d' ceuvre, Cic.Att.13.40.1, Aristid.Or.44(17).13, Hld.5.18, Chor.35.35 p.399.3 F.-R.    II ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φ. the cunningly devised trap, D.S.3.37.

German (Pape)

[Seite 1287] τό, künstliche, sorgfältige Arbeit, Kunstwerk; Cic. Att. 13, 40; Liban. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοτέχνημα: τό, φιλοτέχνως κατεσκευασμένον τεχνούργημα, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 40, 1· ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φιλ., ἐκ τῆς ἐντέχνως παρασκευασθείσης παγίδος, Διόδ. 3. 37.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
œuvre d’art.
Étymologie: φιλοτεχνέω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ φιλοτεχνῶ
έργο κατασκευασμένο με φιλοτεχνία, καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα
αρχ.
έντεχνα στημένη παγίδα.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτέχνημα: ατος τό1) искусное сооружение, западня Diod.;
2) произведение искусства (φ. illud, quod vidi in Parthenone Cic.).