χαιρηδών: Difference between revisions
From LSJ
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όνος, ἡ, Α<br />[[χαρά]], [[ευχαρίστηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. σχηματισμένη από το θ. του [[χαίρω]], [[κατά]] το <i>ἀλγ</i>-<i>ηδών</i> «[[λύπη]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλγῶ</i>)]. | |mltxt=-όνος, ἡ, Α<br />[[χαρά]], [[ευχαρίστηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική λ. σχηματισμένη από το θ. του [[χαίρω]], [[κατά]] το <i>ἀλγ</i>-<i>ηδών</i> «[[λύπη]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀλγῶ</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χαιρηδών:''' -όνος, ἡ, [[χαρμοσύνη]], [[χαρά]], κωμ. [[λέξη]] σε Αριστοφ., σχηματισμένη κατά το [[ἀλγηδών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A delectation, Com. word in Ar.Ach.4, formed after ἀλγηδών.
German (Pape)
[Seite 1325] όνος, ἡ, Freude, komisch nach ἀλγηδών gebildet, Ar. Ach. 4, wo der Schol. über den Accent spricht.
Greek (Liddell-Scott)
χαιρηδών: -όνος, ἡ, χαρμοσύνη, χαρά, κωμ. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 4, σχηματισθεῖσα κατὰ τὸ ἀλγηδών. ΙΙ Χαιρήμων, ὁ, ὡς κύρ. ὄνομα, Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 2.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
joie.
Étymologie: χαίρω.
Greek Monolingual
-όνος, ἡ, Α
χαρά, ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. σχηματισμένη από το θ. του χαίρω, κατά το ἀλγ-ηδών «λύπη» (< ἀλγῶ)].
Greek Monotonic
χαιρηδών: -όνος, ἡ, χαρμοσύνη, χαρά, κωμ. λέξη σε Αριστοφ., σχηματισμένη κατά το ἀλγηδών.