τυχόν: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] [[τύχη]], ίσως (α. «αν [[τυχόν]] έλθεις, [[φέρε]] μου το [[βιβλίο]]» β. «σύν τε δύο σκεπτομένῳ τυχὸν εὑρήσομεν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. μτχ. αορ. β' [[τυχών]], -<i>οῦσα</i>, -<i>όν</i> του ρ. [[τυγχάνω]]].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] [[τύχη]], ίσως (α. «αν [[τυχόν]] έλθεις, [[φέρε]] μου το [[βιβλίο]]» β. «σύν τε δύο σκεπτομένῳ τυχὸν εὑρήσομεν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. μτχ. αορ. β' [[τυχών]], -<i>οῦσα</i>, -<i>όν</i> του ρ. [[τυγχάνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῠχόν:''' επίρρ., βλ. [[τυγχάνω]] Β. III. 2.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠχόν Medium diacritics: τυχόν Low diacritics: τυχόν Capitals: ΤΥΧΟΝ
Transliteration A: tychón Transliteration B: tychon Transliteration C: tychon Beta Code: tuxo/n

English (LSJ)

Adv.,

   A v. τυγχάνω A. 1.5.

Greek (Liddell-Scott)

τῠχόν: Ἐπίρρ., ἴδε τυγχάνω Β. ΙΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

v. τυγχάνω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. κατά τύχη, ίσως (α. «αν τυχόν έλθεις, φέρε μου το βιβλίο» β. «σύν τε δύο σκεπτομένῳ τυχὸν εὑρήσομεν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. μτχ. αορ. β' τυχών, -οῦσα, -όν του ρ. τυγχάνω].

Greek Monotonic

τῠχόν: επίρρ., βλ. τυγχάνω Β. III. 2.