ταβάσιος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(40)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tavasios
|Transliteration C=tavasios
|Beta Code=taba/sios
|Beta Code=taba/sios
|Definition=ὁ, perh. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τοπάζιος]], <span class="bibl"><span class="title">PHolm.</span>11.38</span>; <b class="b3">λίθον τὸν καλούμενον ταβάσι&lt;ν&gt;</b> ib.<span class="bibl">4.12</span>; <b class="b3">ὁ λεγόμενος ταβάσις ἐκ τῆς Αἰγύπτου καταφερόμενος</b> ib.<span class="bibl">8.7</span>.</span>
|Definition=ὁ, perh. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τοπάζιος]], <span class="bibl"><span class="title">PHolm.</span>11.38</span>; <b class="b3">λίθον τὸν καλούμενον ταβάσι&lt;ν&gt;</b> ib.<span class="bibl">4.12</span>; <b class="b3">ὁ λεγόμενος ταβάσις ἐκ τῆς Αἰγύπτου καταφερόμενος</b> ib.<span class="bibl">8.7</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[τοπάζι]] («λίθον τὸν καλούμενον ταβάσιν», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ., πιθ. του καθημερινού λεξιλογίου, [[αντί]] της λ. [[τοπάζιον]]].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[τοπάζι]] («λίθον τὸν καλούμενον ταβάσιν», πάπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ., πιθ. του καθημερινού λεξιλογίου, [[αντί]] της λ. [[τοπάζιον]]].
}}
}}

Revision as of 08:28, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταβάσιος Medium diacritics: ταβάσιος Low diacritics: ταβάσιος Capitals: ΤΑΒΑΣΙΟΣ
Transliteration A: tabásios Transliteration B: tabasios Transliteration C: tavasios Beta Code: taba/sios

English (LSJ)

ὁ, perh.    A = τοπάζιος, PHolm.11.38; λίθον τὸν καλούμενον ταβάσι<ν> ib.4.12; ὁ λεγόμενος ταβάσις ἐκ τῆς Αἰγύπτου καταφερόμενος ib.8.7.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τοπάζι («λίθον τὸν καλούμενον ταβάσιν», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ., πιθ. του καθημερινού λεξιλογίου, αντί της λ. τοπάζιον].