φερτός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φερτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φέρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εισάγεται ή προέρχεται από έξω, από [[άλλη]] [[χώρα]] («φερτά προϊόντα»)<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρεται και αποτίθεται από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]] («φερτές ύλες»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υποφερτός]].
|mltxt=-ή, -ό / [[φερτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φέρω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εισάγεται ή προέρχεται από έξω, από [[άλλη]] [[χώρα]] («φερτά προϊόντα»)<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρεται και αποτίθεται από ένα [[μέρος]] σε [[άλλο]] («φερτές ύλες»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υποφερτός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φερτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φέρω]], αυτός που υποφέρεται, [[υποφερτός]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερτός Medium diacritics: φερτός Low diacritics: φερτός Capitals: ΦΕΡΤΟΣ
Transliteration A: phertós Transliteration B: phertos Transliteration C: fertos Beta Code: ferto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A endurable, οὐ τλατᾶς οὐ φερτᾶς E.Hec.158 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1262] poet. adj. verb. von φέρω, getragen, ertragen, zu tragen, erträglich, Eur. δουλείας τᾶς οὐ φερτᾶς, Hec. 159.

Greek (Liddell-Scott)

φερτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, ὑποφερτός, οὐ τλατᾶς, οὐ φερτᾶς Εὐρ. Ἑκ. 159· πρβλ. ἄφερτος. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 454.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
supportable, tolérable.
Étymologie: φέρω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φερτός, -ή, -όν, ΝΑ φέρω
νεοελλ.
1. αυτός που εισάγεται ή προέρχεται από έξω, από άλλη χώρα («φερτά προϊόντα»)
2. αυτός που μεταφέρεται και αποτίθεται από ένα μέρος σε άλλο («φερτές ύλες»)
αρχ.
υποφερτός.

Greek Monotonic

φερτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φέρω, αυτός που υποφέρεται, υποφερτός, σε Ευρ.