φθόνησις: Difference between revisions
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[φθονῶ]]<br />[[άρνηση]] που οφείλεται στο [[αίσθημα]] του φθόνου. | |mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[φθονῶ]]<br />[[άρνηση]] που οφείλεται στο [[αίσθημα]] του φθόνου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φθόνησις:''' -εως, ἡ, φθονερή [[άρνηση]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A jealous refusal, S.Tr.1212.
German (Pape)
[Seite 1272] ἡ, das Beneiden, Mißgönnen, übh. = φθόνος, φορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται Soph. Tr. 1202.
Greek (Liddell-Scott)
φθόνησις: -εως, ἡ, ἄρνησις, φθορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται (μόνον ἐν) Σοφ. Τραχ. 1212.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. φθόνος.
Étymologie: φθονέω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α φθονῶ
άρνηση που οφείλεται στο αίσθημα του φθόνου.
Greek Monotonic
φθόνησις: -εως, ἡ, φθονερή άρνηση, σε Σοφ.