τίπτε: Difference between revisions
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
(41) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>τί ποτε</i>. | |mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>τί ποτε</i>. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τίπτε:''' Επικ. συγκεκ. [[τύπος]] του [[τίποτε]]; σε Όμηρ., Αισχύλ.· [[πριν]] από δασυνόμενο [[φωνήεν]], [[τίφθ']], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. sync. form for τί ποτε; Il.6.254, al., A.Ag.975 (lyr.):—elided before an aspirate, τίφθ' Il.4.243, al.:—on τίπτε δέ σε χρεώ,
A v. χρεώ.
German (Pape)
[Seite 1117] ep. synkop. Form für das Vorige; elidirt vor einer Aspirat. τίφθ'; oft Hom.; Aesch. Ag. 949.
Greek (Liddell-Scott)
τίπτε: Ἐπικ. συγκεκομμ. τύπος τοῦ τίποτε; Ὅμ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 975 (λυρ.)· - συχν. πάσχει ἔκθλιψιν πρὸ δασυνομένου φωνήεντος, τίφθ’ Ἰλ. Δ. 243, κ. ἀλλ.· - περὶ τοῦ τίπτε δέ σε χρεώ, ἴδε ἐν λέξ. χρεὼ Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
sync épq. p. τί ποτε ;;
dev. une voy. aspirée τίφθ’;
pourquoi enfin ?
English (Autenrieth)
(= τί ποτε), τίπτ, τίφθ: why pray?
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) βλ. τί ποτε.
Greek Monotonic
τίπτε: Επικ. συγκεκ. τύπος του τίποτε; σε Όμηρ., Αισχύλ.· πριν από δασυνόμενο φωνήεν, τίφθ', σε Ομήρ. Ιλ.