φιλητός: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[φιλῶ]]<br />αυτός που αξίζει να τον αγαπούν, [[αξιαγάπητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φιλητά</i><br />αντικείμενα αγάπης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλητῶς</i> Μ<br />αξιαγάπητα, με αξιαγάπητο τρόπο.
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[φιλῶ]]<br />αυτός που αξίζει να τον αγαπούν, [[αξιαγάπητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φιλητά</i><br />αντικείμενα αγάπης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλητῶς</i> Μ<br />αξιαγάπητα, με αξιαγάπητο τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φιλέω]], αυτός που αγαπιέται, αυτός που αξίζει [[αγάπη]], σε Αριστ.· <i>τὸ φιλητόν</i>, το [[αντικείμενο]] της αγάπης, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλητός Medium diacritics: φιλητός Low diacritics: φιλητός Capitals: ΦΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: philētós Transliteration B: philētos Transliteration C: filitos Beta Code: filhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be loved, worthy of love, Id.EN1168a15; τὰ φ. objects of love, ib.1156a8.    II Adv. -τῶς in a friendly spirit, Eust.1490.47.

German (Pape)

[Seite 1277] adj. verb. von φιλέω, geliebt, liebenswürdig, Arist. eth. 8, 2 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ἄξιος ἀγάπης, ἀξιαγάπητος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 7, 6· τὸ φιλητόν, τὸ ἀγαπητόν, αὐτόθι 8. 2, 2. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Εὐστ. 1490. 48.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui mérite d’être aimé ; aimé.
Étymologie: φιλέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ φιλῶ
αυτός που αξίζει να τον αγαπούν, αξιαγάπητος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φιλητά
αντικείμενα αγάπης.
επίρρ...
φιλητῶς Μ
αξιαγάπητα, με αξιαγάπητο τρόπο.

Greek Monotonic

φῐλητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φιλέω, αυτός που αγαπιέται, αυτός που αξίζει αγάπη, σε Αριστ.· τὸ φιλητόν, το αντικείμενο της αγάπης, στον ίδ.