ὑδατηρός: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(42) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ά, -όν, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>μσν.</b> [[υδάτινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που χρησιμεύει για [[εναπόθεση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αιματ</i>-<i>ηρός</i>)]. | |mltxt=-ά, -όν, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>μσν.</b> [[υδάτινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που χρησιμεύει για [[εναπόθεση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αιματ</i>-<i>ηρός</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑδᾰτηρός:''' (ῠ) служащий для воды ([[κρωσσός]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ά, όν,
A of or for water, μήτε κρωσσοὺς μήτ' οἰνηροὺς μήθ' ὑ. water-ewers or pails, A.Fr.96 (anap.), as cited by Poll.6.23; but ὑδρηροὺς πίθους καὶ οἰνηρούς as cited in AB115.
German (Pape)
[Seite 1172] zum Wasser gehörend, Wasser in sich fassend, κρωσσός, Wassereimer, Aesch. frg. 328.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδᾰτηρός: -ά, -όν, (ὕδωρ) ὁ χρησιμεύων πρὸς ἐναπόθεσιν ὕδατος, κρωσσοὺς μητ’ οἰνηροὺς μήθ’ ὑδατηρούς, ὑδρίας ἢ κάδους μήτε διὰ οἶνον μήτε διὰ ὕδωρ, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 96) ὡς μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. ϛʹ, 23· ἀλλά, «ὑδατηροὺς πίθους καὶ οἰνηρούς; Αἰσχύλος Καείρας» ἐν Α. Β. 115, 3.
Greek Monolingual
-ά, -όν, ΜΑ
(ποιητ. τ.) μσν. υδάτινος
αρχ.
αυτός που χρησιμεύει για εναπόθεση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιματ-ηρός)].
Russian (Dvoretsky)
ὑδᾰτηρός: (ῠ) служащий для воды (κρωσσός Aesch.).