Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υμέναιος: Difference between revisions

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑμέναιος]], ΝΜΑ, και [[ὑμήναιος]], και αιολ. τ. ὐμήναος, Α<br /><b>1.</b> γαμήλιο [[άσμα]] στην αρχαία [[Ελλάδα]], το οποίο έψαλλαν οι φίλες και οι θεράπαινες της νύφης όταν τήν συνόδευαν από την πατρική [[οικία]] στην [[οικία]] του γαμβρού<br /><b>2.</b> ο [[γάμος]]·3. <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Υμέναιος</i>·ο [[θεός]] [[προστάτης]] του γάμου τών Αρχαίων, [[προς]] τον οποίο αναπέμπονταν οι γαμήλιες ωδές, ο Ὑμήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του <i>Ὑμήν</i>, -[[ένος]] με [[επίθημα]] -<i>αιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Παναθήν</i>-<i>αιος</i>)].
|mltxt=ο / [[ὑμέναιος]], ΝΜΑ, και [[ὑμήναιος]], και αιολ. τ. ὐμήναος, Α<br /><b>1.</b> γαμήλιο [[άσμα]] στην αρχαία [[Ελλάδα]], το οποίο έψαλλαν οι φίλες και οι θεράπαινες της νύφης όταν τήν συνόδευαν από την πατρική [[οικία]] στην [[οικία]] του γαμβρού<br /><b>2.</b> ο [[γάμος]]·3. <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Υμέναιος</i>·ο [[θεός]] [[προστάτης]] του γάμου τών Αρχαίων, [[προς]] τον οποίο αναπέμπονταν οι γαμήλιες ωδές, ο Ὑμήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του <i>Ὑμήν</i>, -[[ένος]] με [[επίθημα]] -<i>αιος</i> ([[πρβλ]]. [[Παναθήναιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:53, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο / ὑμέναιος, ΝΜΑ, και ὑμήναιος, και αιολ. τ. ὐμήναος, Α
1. γαμήλιο άσμα στην αρχαία Ελλάδα, το οποίο έψαλλαν οι φίλες και οι θεράπαινες της νύφης όταν τήν συνόδευαν από την πατρική οικία στην οικία του γαμβρού
2. ο γάμος·3. ως κύριο όν. ο Υμέναιος·ο θεός προστάτης του γάμου τών Αρχαίων, προς τον οποίο αναπέμπονταν οι γαμήλιες ωδές, ο Ὑμήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του Ὑμήν, -ένος με επίθημα -αιος (πρβλ. Παναθήναιος)].