υμέναιος

From LSJ

Greek Monolingual

ο / ὑμέναιος, ΝΜΑ, και ὑμήναιος, και αιολ. τ. ὐμήναος, Α
1. γαμήλιο άσμα στην αρχαία Ελλάδα, το οποίο έψαλλαν οι φίλες και οι θεράπαινες της νύφης όταν τήν συνόδευαν από την πατρική οικία στην οικία του γαμβρού
2. ο γάμος·3. ως κύριο όν. ο Υμέναιος·ο θεός προστάτης του γάμου τών Αρχαίων, προς τον οποίο αναπέμπονταν οι γαμήλιες ωδές, ο Ὑμήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του Ὑμήν, -ένος με επίθημα -αιος (πρβλ. Παναθήναιος)].