χρεοκοπώ: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
(46) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=χρεοκοπῶ, | |mltxt=[[χρεωκοπώ]] και [[χρεοκοπώ]] / [[χρεωκοπῶ]] και [[χρεοκοπῶ]], [[χρεοκοπέω]], ΝΑ [[χρεωκόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αδυνατώ]] να εκπληρώσω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, να πληρώσω τα χρέη μου, [[κηρύσσω]] [[πτώχευση]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[εκπίπτω]] ηθικώς, [[χάνω]] την ισχύ και το [[κύρος]] μου, [[αποτυγχάνω]], [[φαλίρω]] («πέτυχε ως [[σύζυγος]] [[αλλά]] χρεωκόπησε ως [[πατέρας]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαγράφω]] τα χρέη μου [[χωρίς]] να τά έχω πληρώσει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[παρακρατώ]], [[κατακρατώ]] [[κάτι]] με δόλιο τρόπο<br />β) [[μειώνω]] [[κάτι]] στο ελάχιστο<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[χρεωκοποῦμαι]], [[χρεωκοπέομαι]]<br />α) μέ εξαπατούν ή μέ κλέβουν<br />β) απογοητεύομαι. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:15, 17 December 2023
Greek Monolingual
χρεωκοπώ και χρεοκοπώ / χρεωκοπῶ και χρεοκοπῶ, χρεοκοπέω, ΝΑ χρεωκόπος
νεοελλ.
1. αδυνατώ να εκπληρώσω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, να πληρώσω τα χρέη μου, κηρύσσω πτώχευση
2. μτφ. εκπίπτω ηθικώς, χάνω την ισχύ και το κύρος μου, αποτυγχάνω, φαλίρω («πέτυχε ως σύζυγος αλλά χρεωκόπησε ως πατέρας»)
αρχ.
1. διαγράφω τα χρέη μου χωρίς να τά έχω πληρώσει
2. μτφ. α) παρακρατώ, κατακρατώ κάτι με δόλιο τρόπο
β) μειώνω κάτι στο ελάχιστο
3. παθ. χρεωκοποῦμαι, χρεωκοπέομαι
α) μέ εξαπατούν ή μέ κλέβουν
β) απογοητεύομαι.