ταφρεία: Difference between revisions
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[ταφρεύω]]<br /><b>1.</b> η [[κατασκευή]] τάφρων ή προχωμάτων<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> τα χαρακώματα, τα ορύγματα. | |mltxt=ἡ, ΜΑ [[ταφρεύω]]<br /><b>1.</b> η [[κατασκευή]] τάφρων ή προχωμάτων<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> τα χαρακώματα, τα ορύγματα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ταφρεία:''' ἡ, [[κατασκευή]] τάφρων ή χαρακωμάτων, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A making of ditches or trenches, D.18.299, Delph.3(5).74.44 (iv B.C.), Plb.5.2.5, etc.: collectively, entrenchments, Ph.Bel. 80.19, 85.46, D.C.36.54, al.
German (Pape)
[Seite 1075] ἡ, das Grabenmachen, Ziehen eines Grabens, Dem. 18, 299.
Greek (Liddell-Scott)
ταφρεία: ἡ, ἡ κατασκευὴ τάφρων ἢ προχωμάτων, Δημ. 325. 20, Πολύβ. 5. 2, 5, κτλ. ΙΙ. = τάφρος, Δίων Κ. 36. 37.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. τάφρευσις.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ ταφρεύω
1. η κατασκευή τάφρων ή προχωμάτων
2. συνεκδ. τα χαρακώματα, τα ορύγματα.
Greek Monotonic
ταφρεία: ἡ, κατασκευή τάφρων ή χαρακωμάτων, σε Δημ.