τετράπλεθρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[έκταση]] τεσσάρων πλέθρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλέθρον]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἑξά</i>-<i>πλεθρος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[έκταση]] τεσσάρων πλέθρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλέθρον]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἑξά</i>-<i>πλεθρος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετράπλεθρος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] πλέθρα, σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰπλεθρος Medium diacritics: τετράπλεθρος Low diacritics: τετράπλεθρος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: tetráplethros Transliteration B: tetraplethros Transliteration C: tetraplethros Beta Code: tetra/pleqros

English (LSJ)

ον,

   A consisting of four plethra, Plb.6.27.2.

German (Pape)

[Seite 1098] vier Plethra oder Hufen Landes groß, Pol. 6, 27, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπλεθρος: [ᾰ], -ον, συγκείμενος ἐκ τεσσάρων πλέθρων, ὥστε τὸ ἐμβαδὸν γίγνεσθαι τετράπλεθρον Πολύβ. 6. 27, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de quatre arpents.
Étymologie: τέσσαρες, πλέθρον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει έκταση τεσσάρων πλέθρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πλέθρον (πρβλ. ἑξά-πλεθρος)].

Greek Monotonic

τετράπλεθρος: [ᾰ], -ον, αυτός που αποτελείται από τέσσερα πλέθρα, σε Πολύβ.