τετραστάτηρος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(41)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τετραστάτηρον</i><br />[[νόμισμα]] αξίας τεσσάρων στατήρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στατήρ]], -<i>ῆρος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δεκα</i>-<i>στάτηρος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τετραστάτηρον</i><br />[[νόμισμα]] αξίας τεσσάρων στατήρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στατήρ]], -<i>ῆρος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δεκα</i>-<i>στάτηρος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''τετραστάτηρος:''' (τᾰ) обходящийся в четыре статера ([[σωτηρία]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 04:39, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραστάτηρος Medium diacritics: τετραστάτηρος Low diacritics: τετραστάτηρος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΤΑΤΗΡΟΣ
Transliteration A: tetrastátēros Transliteration B: tetrastatēros Transliteration C: tetrastatiros Beta Code: tetrasta/thros

English (LSJ)

[στᾰ], ον,

   A costing four staters, σωτηρία Ar.Ec.413.    II τετραστάτηρον, τό, a four-stater piece, Arist.Fr. 529.

German (Pape)

[Seite 1099] vier Stateren werth, Ar. Eccl. 413.

Greek (Liddell-Scott)

τετραστάτηρος: [ᾰ], -ον, ὁ ἀξίζων τέσσαρας στατῆρας, σωτηρία Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 413. ΙΙ. τετραστάτηρον, τό, νόμισμα τεσσάρων στατήρων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 486.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», Αριστοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραστάτηρον
νόμισμα αξίας τεσσάρων στατήρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + στατήρ, -ῆρος (πρβλ. δεκα-στάτηρος)].

Russian (Dvoretsky)

τετραστάτηρος: (τᾰ) обходящийся в четыре статера (σωτηρία Arph.).