τορεία: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[τορεύω]]<br />η [[τέχνη]] του [[τορεύω]], η [[φιλοτέχνηση]] αναγλύφου σε [[μέταλλο]] ή σε [[ξύλο]]. | |mltxt=ἡ, Α [[τορεύω]]<br />η [[τέχνη]] του [[τορεύω]], η [[φιλοτέχνηση]] αναγλύφου σε [[μέταλλο]] ή σε [[ξύλο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τορεία:''' ἡ ([[τορεύω]]), γλυπτό σε [[ανάγλυφο]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A carving in relief, i.e. repoussé or chasing, Aristeas 58, Ph.2.478, J.AJ8.3.3, Plu.Aem.32, Dem.25. 2 metaph. of rhetorical art, Poll.6.141.
German (Pape)
[Seite 1129] ἡ, das Verfertigen erhabener Arbeit in Stein, Metall od. Holz, Plut. Aemil. Paull. 32 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τορεία: ἡ, τὸ τορεύειν, ἐγγλύφειν, χαράττειν, ποιεῖν ἀνάγλυφα ἐπὶ μετάλλου ἢ ἐπὶ ξύλου. Πλουτ. Αἰμίλ. 32, Δημοσθ. 25, κλπ. 2) μεταφορ., ἐπὶ τῆς ῥητορικῆς τέχνης, Πολυδ. ϛʹ, 141.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ciselure.
Étymologie: τορεύω.
Greek Monolingual
ἡ, Α τορεύω
η τέχνη του τορεύω, η φιλοτέχνηση αναγλύφου σε μέταλλο ή σε ξύλο.