τρεχέδειπνος: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(41) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο [[παράσιτο]]) αυτός που τρέχει για [[δείπνο]] [[ακόμη]] κι όταν έχει [[ασχολία]]<br /><b>2.</b> αυτός που τρέχει [[αργά]] για [[δείπνο]] και επείγεται να προφθάσει<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τρεχέδειπνα</i><br />[[ελαφρά]] [[εσθήτα]] ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρεχ</i>- του [[τρέχω]] με συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ε</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεῖπνος]] (<b>πρβλ.</b> [[φερέδειπνος]])]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο [[παράσιτο]]) αυτός που τρέχει για [[δείπνο]] [[ακόμη]] κι όταν έχει [[ασχολία]]<br /><b>2.</b> αυτός που τρέχει [[αργά]] για [[δείπνο]] και επείγεται να προφθάσει<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τρεχέδειπνα</i><br />[[ελαφρά]] [[εσθήτα]] ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρεχ</i>- του [[τρέχω]] με συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ε</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεῖπνος]] (<b>πρβλ.</b> [[φερέδειπνος]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρεχέδειπνος:''' ὁ блюдолиз, прихлебатель Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A running to a banquet, of parasites, Plu.2.726a (who cites the explanation coming late), Ath.1.4a, 6.242c; τρεχέδειπνα, τά, light robe or shoes worn by parasites, Juv.3.67.
Greek (Liddell-Scott)
τρεχέδειπνος: -ον, ὁ τρέχων εἰς δεῖπνον καὶ ὅταν ἔχῃ ἀσχολίας, ἐπὶ παρασίτων, Ἀθήν. 4A, 242C, Πλούτ. 2. 726A (ὅστις τὸ ἑρμηνεύει: τὸν ὑστερίζοντα τοῦ δείπνου καὶ τρέχοντα νὰ προφθάσῃ)· τρεχέδειπνα, τά, ἐλαφρὰ ἐσθὴς ἢ πέδιλα, ἃ ἐφόρουν παράσιτοι, π. βλ. Ἰουβεν. 3. 67.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui court les dîners.
Étymologie: τρέχω, δεῖπνον.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για άνθρωπο παράσιτο) αυτός που τρέχει για δείπνο ακόμη κι όταν έχει ασχολία
2. αυτός που τρέχει αργά για δείπνο και επείγεται να προφθάσει
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρεχέδειπνα
ελαφρά εσθήτα ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρεχ- του τρέχω με συνδετικό φωνήεν -ε- + δεῖπνος (πρβλ. φερέδειπνος)].
Russian (Dvoretsky)
τρεχέδειπνος: ὁ блюдолиз, прихлебатель Plut.