τρισδείλαιος: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(42)
(6)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[τρισάθλιος]], [[δύστηνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δείλαιος]] «[[δειλός]], [[άθλιος]], [[τιποτένιος]]»].
|mltxt=-ον, Α<br />[[τρισάθλιος]], [[δύστηνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δείλαιος]] «[[δειλός]], [[άθλιος]], [[τιποτένιος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρισδείλαιος:''' -ον, = [[τρισάθλιος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσδείλαιος Medium diacritics: τρισδείλαιος Low diacritics: τρισδείλαιος Capitals: ΤΡΙΣΔΕΙΛΑΙΟΣ
Transliteration A: trisdeílaios Transliteration B: trisdeilaios Transliteration C: trisdeilaios Beta Code: trisdei/laios

English (LSJ)

ον,

   A = τρισάθλιος, AP7.737.

Greek (Liddell-Scott)

τρισδείλαιος: -ον, = τρισάθλιος, ἐνθάδ’ ἐγὼ λῃστῆρος ὁ τρισδείλαιος ἄρηϊ ἐδμήθην, κεῖμαι δὲ οὐδενὶ κλαιόμενος Ἀνθ. Π. 7. 737.

Greek Monolingual

-ον, Α
τρισάθλιος, δύστηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + δείλαιος «δειλός, άθλιος, τιποτένιος»].

Greek Monotonic

τρισδείλαιος: -ον, = τρισάθλιος, σε Ανθ.