τρισμακάριστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρισμακάριστος]], -ον ΝΜΑ<br />[[τρισευλογημένος]] ή [[τρισευτυχισμένος]] (α. «ὦ τρισμακάριστον [[ξύλον]], ἐν ᾧ ἐτάθη [[Χριστός]]», Μηναί.<br />β. «[[βίος]] [[τρισμακάριστος]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μακαριστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μακαρίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>παμ</i>-<i>μαχάριστος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[τρισμακάριστος]], -ον ΝΜΑ<br />[[τρισευλογημένος]] ή [[τρισευτυχισμένος]] (α. «ὦ τρισμακάριστον [[ξύλον]], ἐν ᾧ ἐτάθη [[Χριστός]]», Μηναί.<br />β. «[[βίος]] [[τρισμακάριστος]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μακαριστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μακαρίζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>παμ</i>-<i>μαχάριστος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρισμᾰκάριστος:''' -η, -ον = [[τρίσμακαρ]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισμᾰκάριστος Medium diacritics: τρισμακάριστος Low diacritics: τρισμακάριστος Capitals: ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: trismakáristos Transliteration B: trismakaristos Transliteration C: trismakaristos Beta Code: trismaka/ristos

English (LSJ)

[ᾰρ], η, ον,

   A = τρίσμακαρ, Luc.Vit.Auct.12: Sup. -τότατος MAMA1.267 (near Laodicea Combusta).

Greek (Liddell-Scott)

τρισμᾰκάριστος: -η, -ον, = τρίσμακαρ, τρισευδαίμων, τρισόλβιος, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12, Χρήσμ. Σιβ. 8. 164.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois digne d’envie.
Étymologie: τρίς, μακαρίζω.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισμακάριστος, -ον ΝΜΑ
τρισευλογημένος ή τρισευτυχισμένος (α. «ὦ τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός», Μηναί.
β. «βίος τρισμακάριστος», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μακαριστός (< μακαρίζω), πρβλ. παμ-μαχάριστος].

Greek Monotonic

τρισμᾰκάριστος: -η, -ον = τρίσμακαρ, σε Λουκ.