ὑμνητής: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[ὑμνητής]], ΝΜΑ, θηλ. [[υμνήτρια]] Ν, θηλ. [[ὑμνήτρια]] και [[ὑμνήστρια]] και [[ὑμνητρίς]], -[[ίδος]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που ψάλλει ύμνους<br /><b>2.</b> αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, [[εγκωμιαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑμνῶ</i>. Ο τ. [[ὑμνήστρια]] [[κατά]] το <i>ὀρχήσ</i>-<i>τρια</i>]. | |mltxt=ο / [[ὑμνητής]], ΝΜΑ, θηλ. [[υμνήτρια]] Ν, θηλ. [[ὑμνήτρια]] και [[ὑμνήστρια]] και [[ὑμνητρίς]], -[[ίδος]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που ψάλλει ύμνους<br /><b>2.</b> αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, [[εγκωμιαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑμνῶ</i>. Ο τ. [[ὑμνήστρια]] [[κατά]] το <i>ὀρχήσ</i>-<i>τρια</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑμνητής:''' -οῦ, ὁ ([[ὑμνέω]]), εξυμνητής, αυτός που επαινεί, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who sings of or praises, τυραννίδος Pl.R.568b; performer of hymns, IG22.2361.3.
German (Pape)
[Seite 1178] ὁ, Hymnensänger, Lobsänger, Lobredner, τῆς τυραννίδος Plat. Rep. VIII, 568 b, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐξυμνῶν ἢ ἐπαινῶν, τυραννίδος Πλάτ. Πολ. 568Β.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui célèbre par ses chants, panégyriste.
Étymologie: ὑμνέω.
Greek Monolingual
ο / ὑμνητής, ΝΜΑ, θηλ. υμνήτρια Ν, θηλ. ὑμνήτρια και ὑμνήστρια και ὑμνητρίς, -ίδος, Α
1. αυτός που ψάλλει ύμνους
2. αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, εγκωμιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ. Ο τ. ὑμνήστρια κατά το ὀρχήσ-τρια].
Greek Monotonic
ὑμνητής: -οῦ, ὁ (ὑμνέω), εξυμνητής, αυτός που επαινεί, σε Πλάτ.