ὑπανάστασις: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[ὑπανίστημι]]<br />το να σηκώνεται [[κανείς]] από τη [[θέση]] του για να καθήσει [[ένας]] [[άλλος]] («ὑπαναστάσει τιμᾱν τοὺς πρεσβυτέρους», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[ὑπανίστημι]]<br />το να σηκώνεται [[κανείς]] από τη [[θέση]] του για να καθήσει [[ένας]] [[άλλος]] («ὑπαναστάσει τιμᾱν τοὺς πρεσβυτέρους», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπανάστᾰσις:''' ἡ, το να σηκώνεται [[κάποιος]] από τη [[θέση]] του, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπανάστᾰσις Medium diacritics: ὑπανάστασις Low diacritics: υπανάστασις Capitals: ΥΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: hypanástasis Transliteration B: hypanastasis Transliteration C: ypanastasis Beta Code: u(pana/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A rising up from one's seat, ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους Arist.EN1165a28, cf. Phld.Hom.p.36O.: pl., Pl. R.425b, Porph.Abst.2.61: cf. ὑπανίσταμαι 2.

German (Pape)

[Seite 1182] ἡ, das Aufstehen von seinem Sitze, um einem Andern Platz zu machen; im plur., Plat. Rep. IV, 425 b; Ggstz κατάκλισις, Arist. eth. Nic. 9, 2, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰνάστασις: -εως, ἡ, τὸ ὑπανίστασθαι πρὸς τιμήν τινος, ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2. 9· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 425Β· ‒ πρβλ. ὑπανίσταμαι 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se lever par déférence ou pour faire place à qqn.
Étymologie: ὑπανίσταμαι.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α ὑπανίστημι
το να σηκώνεται κανείς από τη θέση του για να καθήσει ένας άλλος («ὑπαναστάσει τιμᾱν τοὺς πρεσβυτέρους», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ὑπανάστᾰσις: ἡ, το να σηκώνεται κάποιος από τη θέση του, σε Πλάτ.