ὑπαφίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(43)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[αποχωρώ]], αποσύρομαι βαθμιαία («[[πεφεισμένως]] ἀλλήλοις ὑπαφίστανται τῆς ὁδοῡ», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀφίσταμαι</i> «απομακρύνομαι, [[αποχωρώ]]»].
|mltxt=Α<br />[[αποχωρώ]], αποσύρομαι βαθμιαία («[[πεφεισμένως]] ἀλλήλοις ὑπαφίστανται τῆς ὁδοῡ», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀφίσταμαι</i> «απομακρύνομαι, [[αποχωρώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπαφίσταμαι:''' Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., [[οπισθοχωρώ]] [[αργά]], αποσύρομαι, σε Αντιφ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαφίσταμαι Medium diacritics: ὑπαφίσταμαι Low diacritics: υπαφίσταμαι Capitals: ΥΠΑΦΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hypaphístamai Transliteration B: hypaphistamai Transliteration C: ypafistamai Beta Code: u(pafi/stamai

English (LSJ)

   A step back, withdraw, Antipho4.4.1; μικρὸν ὑπαποστήσομαι Men.Sam.153; ἐξ Ἀθηνέων Thalesap.D.L.1.44; τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις Ael.NA2.25.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαφίσταμαι: Παθ. μετ’ ἀόρ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· - ἀφίσταμαι κατὰ μικρόν, ἀποσύρομαι, Ἀντιφῶν 128. 9· ἐξ Ἀθηνέων Θαλῆς παρὰ Διογ. Λ. 1. 44· τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις Αἰλ. π. Ζ. 2. 25.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ὑπαπέστην, etc.
s’éloigner peu à peu.
Étymologie: ὑπό, ἀφίσταμαι.

Greek Monolingual

Α
αποχωρώ, αποσύρομαι βαθμιαία («πεφεισμένως ἀλλήλοις ὑπαφίστανται τῆς ὁδοῡ», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀφίσταμαι «απομακρύνομαι, αποχωρώ»].

Greek Monotonic

ὑπαφίσταμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., οπισθοχωρώ αργά, αποσύρομαι, σε Αντιφ.