υπέρκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
(43)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπέρκειμαι]] ΝΜΑ [[κεῑμαι]]<br />βρίσκομαι [[πάνω]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[κατέχω]] ψηλότερη [[θέση]] (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», <b>Πολ.</b><br />γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῡ ὄμματος», Φιλόστρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[δεσπόζω]], [[κυριαρχώ]] («οι υπερκείμενοι λόφοι χρησιμοποιήθηκαν ως οχυρά»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το υπερκείμενο</i><br /><b>(γεωπ.)</b> (στη φυτοτεχνική μέθοδο εμβολιασμού) το φυτικό [[τμήμα]] που αναπτύσσεται από το [[εμβόλιο]] και δίνει την [[κόμη]] και [[τμήμα]] του κορμού του νέου φυτού, αλλ. επικείμενο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> [[κατέχω]] ανώτερο [[αξίωμα]]<br /><b>2.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικώ]] σε υψηλότερα [[σημεία]] («οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας βάρβαροι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> επιβραδύνομαι ή αναβάλλομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εἰς πρᾱσιν ὑπερκείμενα» — εκτεθειμένα για [[πώληση]] <b>πάπ.</b>.
|mltxt=[[ὑπέρκειμαι]] ΝΜΑ [[κεῑμαι]]<br />βρίσκομαι [[πάνω]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[κατέχω]] ψηλότερη [[θέση]] (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», <b>Πολ.</b><br />γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῦ ὄμματος», Φιλόστρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[δεσπόζω]], [[κυριαρχώ]] («οι υπερκείμενοι λόφοι χρησιμοποιήθηκαν ως οχυρά»)<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το υπερκείμενο</i><br /><b>(γεωπ.)</b> (στη φυτοτεχνική μέθοδο εμβολιασμού) το φυτικό [[τμήμα]] που αναπτύσσεται από το [[εμβόλιο]] και δίνει την [[κόμη]] και [[τμήμα]] του κορμού του νέου φυτού, αλλ. επικείμενο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> [[κατέχω]] ανώτερο [[αξίωμα]]<br /><b>2.</b> [[υπερέχω]], [[υπερτερώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικώ]] σε υψηλότερα [[σημεία]] («οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας βάρβαροι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> επιβραδύνομαι ή αναβάλλομαι<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εἰς πρᾱσιν ὑπερκείμενα» — εκτεθειμένα για [[πώληση]] <b>πάπ.</b>.
}}
}}

Revision as of 18:51, 25 March 2021

Greek Monolingual

ὑπέρκειμαι ΝΜΑ κεῑμαι
βρίσκομαι πάνω από κάτι άλλο, κατέχω ψηλότερη θέση (α. «τα υπερκείμενα γεωλογικά στρώματα» β. «τὰ ὑπερκείμενα κρημνά», Πολ.
γ. «ἡ ὀφρὺς ὑπέρκειται τοῦ ὄμματος», Φιλόστρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. δεσπόζω, κυριαρχώ («οι υπερκείμενοι λόφοι χρησιμοποιήθηκαν ως οχυρά»)
2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το υπερκείμενο
(γεωπ.) (στη φυτοτεχνική μέθοδο εμβολιασμού) το φυτικό τμήμα που αναπτύσσεται από το εμβόλιο και δίνει την κόμη και τμήμα του κορμού του νέου φυτού, αλλ. επικείμενο
μσν.-αρχ.
μτφ.
1. κατέχω ανώτερο αξίωμα
2. υπερέχω, υπερτερώ
αρχ.
1. κατοικώ σε υψηλότερα σημεία («οἱ ὑπερκείμενοι τῆς Μακεδονίας βάρβαροι», Πολ.)
2. επιβραδύνομαι ή αναβάλλομαι
3. φρ. «εἰς πρᾱσιν ὑπερκείμενα» — εκτεθειμένα για πώληση πάπ..