ὑπηρέτημα: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[ὑπηρετῶ]]<br />[[υπηρεσία]] που προσφέρεται σε κάποιον.
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[ὑπηρετῶ]]<br />[[υπηρεσία]] που προσφέρεται σε κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπηρέτημα:''' -ατος, τό, προσφερομένη [[υπηρεσία]], [[υπηρεσία]], σε Πλάτ.· ποδῶν [[ὑπηρέτημα]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπηρέτημα Medium diacritics: ὑπηρέτημα Low diacritics: υπηρέτημα Capitals: ΥΠΗΡΕΤΗΜΑ
Transliteration A: hypērétēma Transliteration B: hypēretēma Transliteration C: ypiretima Beta Code: u(phre/thma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A service rendered, Antipho 1.15, Pl.Alc.1.106b, Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8; ποδῶν ὑ. feet that serve one, S.El.1358.

German (Pape)

[Seite 1206] τό, der geleistete Handdienst, Dienst, Beitand; Soph. El. 1350; Antiph. 1, 15; Plat. Euthyd. 282 b; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπηρέτημα: τό, ἡ γενομένη ὑπηρεσία, Λατ. officium, Ἀντιφῶν 113. 10, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 106Β, κ. ἀλλ.· ποδῶν ὑπ. Σοφ. Ἠλ. 1358.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
service, bon office, assistance.
Étymologie: ὑπηρετέω.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α ὑπηρετῶ
υπηρεσία που προσφέρεται σε κάποιον.

Greek Monotonic

ὑπηρέτημα: -ατος, τό, προσφερομένη υπηρεσία, υπηρεσία, σε Πλάτ.· ποδῶν ὑπηρέτημα, σε Σοφ.