ὑπογνάμπτω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>μτφ.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να λυγίσει, να χαλαρωθεί βαθμιαία μια [[ενέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>μτφ.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να λυγίσει, να χαλαρωθεί βαθμιαία μια [[ενέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γνάμπτω]] «[[κάμπτω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπογνάμπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[λυγίζω]], [[κάμπτω]] σταδιακά, βαθμιαία, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπογνάμπτω Medium diacritics: ὑπογνάμπτω Low diacritics: υπογνάμπτω Capitals: ΥΠΟΓΝΑΜΠΤΩ
Transliteration A: hypognámptō Transliteration B: hypognamptō Transliteration C: ypognampto Beta Code: u(pogna/mptw

English (LSJ)

   A bend, ψυχῆς ὁρμήν h.Mart.13.

German (Pape)

[Seite 1213] unten herumbiegen, allmälig, unvermerkt umbiegen, H. h. 7, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπογνάμπτω: μέλλ. -ψω, γνάμπτω, κάμπτω ἠρέμα καὶ κατὰ μικρόν, ψυχῆς ὁρμὴν Ὕμν. Ὁμ. 7. 13, πρβλ. ὑποκάμπτω.

French (Bailly abrégé)

courber ou faire fléchir un peu ; réprimer un peu.
Étymologie: ὑπό, γνάμπτω.

Greek Monolingual

Α
μτφ. κάνω κάτι να λυγίσει, να χαλαρωθεί βαθμιαία μια ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + γνάμπτω «κάμπτω»].

Greek Monotonic

ὑπογνάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω, κάμπτω σταδιακά, βαθμιαία, σε Ομηρ. Ύμν.