ὑποδειγματικός: Difference between revisions
ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
(43) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑποδειγματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[[υπόδειγμα]], -<i>ατος</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται για να χρησιμοποιηθεί ως [[υπόδειγμα]] (α. «υποδειγματική [[διδασκαλία]]» β. «υποδειγματική [[καλλιέργεια]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως [[υπόδειγμα]], ως [[πρότυπο]] (α. «υποδειγματική [[συμπεριφορά]]» β. «υποδειγματική [[παράσταση]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται με [[χρησιμοποίηση]] παραδειγμάτων («ὑποδειγματικῇ χρώμενοι τῇ διδασκαλίᾳ», Σέξτ. Εμπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποδειγματικώς</i> / <i>ὑποδειγματικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υποδειγματικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως [[υπόδειγμα]] (α. «γράφει υποδειγματικά» β. «συμπεριφέρθηκε υποδειγματικά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[χρησιμοποίηση]] παραδειγμάτων («τὰ ὑποδειγματικῶς τεθέντα», Γρηγ. Νύσσ.). | |mltxt=-ή, -ό / [[ὑποδειγματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[[υπόδειγμα]], -<i>ατος</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται για να χρησιμοποιηθεί ως [[υπόδειγμα]] (α. «υποδειγματική [[διδασκαλία]]» β. «υποδειγματική [[καλλιέργεια]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως [[υπόδειγμα]], ως [[πρότυπο]] (α. «υποδειγματική [[συμπεριφορά]]» β. «υποδειγματική [[παράσταση]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται με [[χρησιμοποίηση]] παραδειγμάτων («ὑποδειγματικῇ χρώμενοι τῇ διδασκαλίᾳ», Σέξτ. Εμπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>υποδειγματικώς</i> / <i>ὑποδειγματικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υποδειγματικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως [[υπόδειγμα]] (α. «γράφει υποδειγματικά» β. «συμπεριφέρθηκε υποδειγματικά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[χρησιμοποίηση]] παραδειγμάτων («τὰ ὑποδειγματικῶς τεθέντα», Γρηγ. Νύσσ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποδειγμᾰτικός:''' пользующийся примерами, наглядный ([[διδασκαλία]] Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A by way of example, διδασκαλία S.E.M.4.23. Adv. -κῶς ib.1.154, 4.3.
German (Pape)
[Seite 1214] beispielsweise; διδασκαλία S. Emp. adv. arithm. 23, u. oft adv., z. B. ποιεῖσθαι τὴν ὑφήγησιν adv. eth. 47; ὑποδειγματικώτερον 68.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδειγμᾰτικός: -ή, -όν, παραδειγματικός, διὰ παραδειγμάτων, ὑποδειγματικῇ χρώμενοι τῇ διδασκαλίᾳ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 4. 23. - Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 1. 154., 4. 3· τὰ ὑποδειγματικῶς τεθέντα, τὰ ἐν εἴδει ὑποδείγματος τεθέντα, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 383C.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑποδειγματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[[υπόδειγμα]], -ατος)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται για να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα (α. «υποδειγματική διδασκαλία» β. «υποδειγματική καλλιέργεια»)
2. αυτός που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα, ως πρότυπο (α. «υποδειγματική συμπεριφορά» β. «υποδειγματική παράσταση»)
μσν.-αρχ.
αυτός που γίνεται με χρησιμοποίηση παραδειγμάτων («ὑποδειγματικῇ χρώμενοι τῇ διδασκαλίᾳ», Σέξτ. Εμπ.).
επίρρ...
υποδειγματικώς / ὑποδειγματικῶς ΝΜΑ, και υποδειγματικά Ν
νεοελλ.
με τρόπο που αξίζει να χρησιμοποιηθεί ως υπόδειγμα (α. «γράφει υποδειγματικά» β. «συμπεριφέρθηκε υποδειγματικά»)
μσν.-αρχ.
με χρησιμοποίηση παραδειγμάτων («τὰ ὑποδειγματικῶς τεθέντα», Γρηγ. Νύσσ.).
Russian (Dvoretsky)
ὑποδειγμᾰτικός: пользующийся примерами, наглядный (διδασκαλία Sext.).