φασίολος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(44)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fasiolos
|Transliteration C=fasiolos
|Beta Code=fasi/olos
|Beta Code=fasi/olos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[φάσηλος]] 1, <span class="bibl">Poll.1.247</span>, Gal.6.542, 545,557, 11.891, interpol. post Dsc.2.107: φασίωλος <span class="title">Edict.Diocl.</span>1.21 (Aeg.); πασίολος ib.6.33: φασιούλυος <span class="title">Hippiatr.</span>130,134.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[φάσηλος]] 1, <span class="bibl">Poll.1.247</span>, Gal.6.542, 545,557, 11.891, interpol. post Dsc.2.107: φασίωλος <span class="title">Edict.Diocl.</span>1.21 (Aeg.); πασίολος ib.6.33: φασιούλυος <span class="title">Hippiatr.</span>130,134.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:38, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰσίολος Medium diacritics: φασίολος Low diacritics: φασίολος Capitals: ΦΑΣΙΟΛΟΣ
Transliteration A: phasíolos Transliteration B: phasiolos Transliteration C: fasiolos Beta Code: fasi/olos

English (LSJ)

ὁ,    A = φάσηλος 1, Poll.1.247, Gal.6.542, 545,557, 11.891, interpol. post Dsc.2.107: φασίωλος Edict.Diocl.1.21 (Aeg.); πασίολος ib.6.33: φασιούλυος Hippiatr.130,134.

German (Pape)

[Seite 1258] ὁ, = φάσηλος, Ath. II, 56 a.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰσίολος: ὁ, = φάσηλος, ὅ ἴδε.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και φασήολος και φασίουλος και φασιούλυος και φασίωλος και φάσουλος Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της τάξης φαβώδη, καθώς και λόγια ονομασία της φασολιάς και του καρπού της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. phaseolus / phassiolus, υποκορ. του λατ. phasēlus < φάσηλος.