φευξασπίδιον: Difference between revisions
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(44) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fefksaspidion | |Transliteration C=fefksaspidion | ||
|Beta Code=feucaspi/dion | |Beta Code=feucaspi/dion | ||
|Definition=τό, <span class="sense" | |Definition=τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[πόλιον]], Ps.-Dsc.3.110.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:35, 12 December 2020
English (LSJ)
τό, A = πόλιον, Ps.-Dsc.3.110.
Greek (Liddell-Scott)
φευξασπίδιον: τό, φυτόν τι, = πόλιον, Διοσκ. 3. 124.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
είδος ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού, το φυτό πόλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < φεύγω + ἀσπίδιον, ονομ. φυτού. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι αποτελεί αντίδοτο για το δηλητήριο τών ερπετών].