φωνασκώ: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(45)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=φωνασκῶ, -έω, ΝΜΑ<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[εκβάλλω]] δυνατές φωνές, [[φωνάζω]] ή [[μιλώ]] με [[οξεία]] και διαπεραστική [[φωνή]]<br /> <b>μσν.-αρχ.</b><br /> (ενεργ. και μέσ.) [[ασκώ]] τη [[φωνή]] μου στην [[ωδική]] και την [[απαγγελία]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἀσκῶ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σωμ</i>-<i>ασκῶ</i>)].
|mltxt=φωνασκῶ, -έω, ΝΜΑ<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[εκβάλλω]] δυνατές φωνές, [[φωνάζω]] ή [[μιλώ]] με [[οξεία]] και διαπεραστική [[φωνή]]<br /> <b>μσν.-αρχ.</b><br /> (ενεργ. και μέσ.) [[ασκώ]] τη [[φωνή]] μου στην [[ωδική]] και την [[απαγγελία]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἀσκῶ</i> ([[πρβλ]]. [[σωμασκῶ]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

φωνασκῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.
εκβάλλω δυνατές φωνές, φωνάζω ή μιλώ με οξεία και διαπεραστική φωνή
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) ασκώ τη φωνή μου στην ωδική και την απαγγελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ἀσκῶ (πρβλ. σωμασκῶ)].