χαριτοβλέφαρος: Difference between revisions
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βλέφαρα όμοια με τα βλέφαρα τών Χαρίτων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] [[βλέμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαριτοβλέφαρον</i> [[φυτό]] που χρησίμευε για την [[παρασκευή]] φίλτρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἰο</i>-<i>βλέφαρος</i>, <i>καλλι</i>-<i>βλέφαρος</i>]. | |mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βλέφαρα όμοια με τα βλέφαρα τών Χαρίτων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] [[βλέμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χαριτοβλέφαρον</i> [[φυτό]] που χρησίμευε για την [[παρασκευή]] φίλτρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἰο</i>-<i>βλέφαρος</i>, <i>καλλι</i>-<i>βλέφαρος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χᾰρῐτοβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), με βλέφαρα ή μάτια όπως οι Χάριτες, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with eyelids or eyes like the Charites, ὄμματα IG3.1376; Com., μᾶζα χ. Eub.112.4 (lyr.); of a person, MAMA4.133 (Metropolis, ii A. D.); applied to Demetrius of Phalerum, Hsch. Mil.Fr.7.17M. 2 Subst., a plant, used in philtres, Plin.HN 13.142.
German (Pape)
[Seite 1339] mit anmuthigen, holden Augenlidern, anmuthig blickend, ὄμματα, Ep. ad. 721 a (App. 209); komisch auch μᾶζα, Eubul. bei Ath. XV, 685 e.
Greek (Liddell-Scott)
χαρῐτοβλέφαρος: -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὅμοια πρὸς τὰ τῶν Χαρίτων, ὄμματα Ἀνθ. Π. παράρτ. 209· κωμικῶς, μᾶζα χ. Εὔβουλος ἐν «Τίτθαις» 2. 2) ὡς οὐσιαστ., φυτόν τι χρήσιμον εἰς παρασκευὴν φίλτρων, ἴδε Πλίν. 13. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux paupières gracieuses, aux beaux yeux.
Étymologie: χάρις, βλέφαρον.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει βλέφαρα όμοια με τα βλέφαρα τών Χαρίτων
2. αυτός που έχει ωραίο βλέμμα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτοβλέφαρον φυτό που χρησίμευε για την παρασκευή φίλτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἰο-βλέφαρος, καλλι-βλέφαρος].
Greek Monotonic
χᾰρῐτοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), με βλέφαρα ή μάτια όπως οι Χάριτες, σε Ανθ.