χειραφέτηση: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
(46) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[χειραφετώ]]<br /><b>2.</b> [[απελευθέρωση]] από την [[εξουσία]] κάποιου (α. «η [[χειραφέτηση]] της γυναίκας στην [[εποχή]] μας» β. «η [[χειραφέτηση]] τών λαών του τρίτου κόσμου»)<br /><b>3.</b> [[τερματισμός]] της πατρικής εξουσίας ή κηδεμονίας στον ανήλικο, [[χειραφεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειραφετώ]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>χειραφέτησις</i>, μαρτυρείται από το 1876 στον Ιγνάτιο Μοσχάκη]. | |mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[χειραφετώ]]<br /><b>2.</b> [[απελευθέρωση]] από την [[εξουσία]] κάποιου (α. «η [[χειραφέτηση]] της γυναίκας στην [[εποχή]] μας» β. «η [[χειραφέτηση]] τών λαών του τρίτου κόσμου»)<br /><b>3.</b> [[τερματισμός]] της πατρικής εξουσίας ή κηδεμονίας στον ανήλικο, [[χειραφεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειραφετώ]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>χειραφέτησις</i>, μαρτυρείται από το 1876 στον Ιγνάτιο Μοσχάκη]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[emancipation]]=== | |||
Belarusian: эмансіпацыя, вызваленне; Bulgarian: еманципация; Catalan: emancipació; Chinese Mandarin: 解放; Czech: osvobození, emancipace; Danish: frigørelse, frigørelser; Dutch: [[ontvoogding]], [[emancipatie]]; Esperanto: emancipiĝo; Finnish: vapauttaminen, vapautus; French: [[émancipation]]; Galician: emancipación; German: [[Emanzipation]], [[Freilassen]], [[Freilassung]]; Greek: [[χειραφέτηση]]; Ancient Greek: [[ἀπελευθερισμός]], [[ἀπελευθέρωσις]], [[ἐκποίησις]], [[ἐξοικείωσις]], [[ἐξωχειριότης]], [[καρπισμός]], [[χειραφεσία]]; Ancient Greek: [[ἀπελευθέρωσις]]; Hebrew: אמנציפציה; Hungarian: felszabadítás, emancipáció; Japanese: 解放; Kazakh: эмансипация; Khmer: ការអោយរួចជាអ្នកជា; Kurdish Central Kurdish: ڕزگاری; Latvian: emancipācija, atbrīvošana; Macedonian: ослободување, еманципација; Polish: emancypacja, wyzwolenie; Portuguese: [[emancipação]]; Romanian: emancipare; Russian: [[эмансипация]], [[освобождение]]; Sanskrit: मोक्ष; Spanish: [[emancipación]]; Swedish: frigörelse, emancipation; Ukrainian: емансипація, зві́льнення; Welsh: rhyddfreiniad; Yiddish: עמאַנציפּאַציע | |||
}} | }} |
Revision as of 16:42, 14 December 2023
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χειραφετώ
2. απελευθέρωση από την εξουσία κάποιου (α. «η χειραφέτηση της γυναίκας στην εποχή μας» β. «η χειραφέτηση τών λαών του τρίτου κόσμου»)
3. τερματισμός της πατρικής εξουσίας ή κηδεμονίας στον ανήλικο, χειραφεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειραφετώ. Η λ., στον λόγιο τ. χειραφέτησις, μαρτυρείται από το 1876 στον Ιγνάτιο Μοσχάκη].
Translations
emancipation
Belarusian: эмансіпацыя, вызваленне; Bulgarian: еманципация; Catalan: emancipació; Chinese Mandarin: 解放; Czech: osvobození, emancipace; Danish: frigørelse, frigørelser; Dutch: ontvoogding, emancipatie; Esperanto: emancipiĝo; Finnish: vapauttaminen, vapautus; French: émancipation; Galician: emancipación; German: Emanzipation, Freilassen, Freilassung; Greek: χειραφέτηση; Ancient Greek: ἀπελευθερισμός, ἀπελευθέρωσις, ἐκποίησις, ἐξοικείωσις, ἐξωχειριότης, καρπισμός, χειραφεσία; Ancient Greek: ἀπελευθέρωσις; Hebrew: אמנציפציה; Hungarian: felszabadítás, emancipáció; Japanese: 解放; Kazakh: эмансипация; Khmer: ការអោយរួចជាអ្នកជា; Kurdish Central Kurdish: ڕزگاری; Latvian: emancipācija, atbrīvošana; Macedonian: ослободување, еманципација; Polish: emancypacja, wyzwolenie; Portuguese: emancipação; Romanian: emancipare; Russian: эмансипация, освобождение; Sanskrit: मोक्ष; Spanish: emancipación; Swedish: frigörelse, emancipation; Ukrainian: емансипація, зві́льнення; Welsh: rhyddfreiniad; Yiddish: עמאַנציפּאַציע