χαραξίποντος: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(46)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που διασχίζει τη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] σχηματισμένο <span style="color: red;"><</span> [[χαράσσω]] <span style="color: red;">+</span> [[πόντος]] «[[θάλασσα]]»].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που διασχίζει τη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] σχηματισμένο <span style="color: red;"><</span> [[χαράσσω]] <span style="color: red;">+</span> [[πόντος]] «[[θάλασσα]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰραξίποντος:''' бороздящий море (ναΐα [[κληΐς]] [[Simonides]] ap. Plut.).
}}
}}

Revision as of 07:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰραξίποντος Medium diacritics: χαραξίποντος Low diacritics: χαραξίποντος Capitals: ΧΑΡΑΞΙΠΟΝΤΟΣ
Transliteration A: charaxípontos Transliteration B: charaxipontos Transliteration C: charaksipontos Beta Code: xaraci/pontos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A ploughing the sea, ναΐα κλαῒς χ. Simon.23.

German (Pape)

[Seite 1336] das Meer durchschneidend, κληΐς poet. bei Plut. reip. ger. praec. 2, nach Em.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰραξίποντος: -ον, ὁ χαράσσων τὸν πόντον, δηλ. τὴν θάλασσαν, Ναΐας κλαΐδος χαραξιπόντου Σιμωνίδ. 82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fend ou sillonne la mer.
Étymologie: χάραξις, πόντος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διασχίζει τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος σχηματισμένο < χαράσσω + πόντος «θάλασσα»].

Russian (Dvoretsky)

χᾰραξίποντος: бороздящий море (ναΐα κληΐς Simonides ap. Plut.).