ὠκύπους: Difference between revisions
διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak
mNo edit summary |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν / [[ὠκύπους]], -ουν, ΝΜΑ, και [[ὠκύπος]], -ον, Α<br />(στη νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ.) ο γρήγορος στα πόδια, [[γοργοπόδαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ωκύπους]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δεκάποδων καρκινοειδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[ταχύς]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ταχύπους]]). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατ. <i>ocypode</i>]. | |mltxt=-ουν / [[ὠκύπους]], -ουν, ΝΜΑ, και [[ὠκύπος]], -ον, Α<br />(στη νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ.) ο γρήγορος στα πόδια, [[γοργοπόδαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ωκύπους]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δεκάποδων καρκινοειδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[ταχύς]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ταχύπους]]). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατ. <i>ocypode</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὠκύπους:''' ὁ, ἡ ή -πουν, τό, αιτ. αρσ. <i>ὠκύπουν</i>, Επικ. δοτ. πληθ. [[ὠκυπόδεσσι]] κ.λπ.· [[γοργοπόδαρος]], επίθ. που λέγεται για τα άλογα, σε Όμηρ.· ἱππικῶν [[ὠκύπους]] [[ἀγών]], σε Σοφ.· <i>κύνες</i>, σε Ευρ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό: acc. masc.
A ὠκύπουν E.Hel.243 (lyr.): Ep. dat. pl. -πόδεσσι Il.2.383, etc.: swift-footed, fleet of foot, in Hom. always epith. of horses, Il. l. c., al., and so in Pi.Parth.2.44; of the hare, Hes.Sc.302; ἔλαφοι S.OC1093 (lyr.); ἱππικῶν . . ὠκύπους ἀγών Id.El.699; κύνες E.Hipp.1129 (lyr.); of Hermes, Id.Hel. l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύπους: ὁ, ἢ, ὠκύπουν, τό· αἰτ. ἀρσ. ὠκύπουν Εὐρ. Ἑλ. 243· Ἐπικ. δοτικ. πληθ. -πόδεσσι Ἰλ. Β. 383, κλπ.· ― ὁ τοὺς πόδας ταχύς, ταχύπους, ὡς τὸ πόδας ὠκύς, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν ἵππων· τῶν λαγῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 302· ἔλαφοι Σοφ. Ο. Κ. 1094· ἱππικῶν.. ὠκύπους ἀγὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 699· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 1128· τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 243.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ὠκύποδος
aux pieds agiles.
Étymologie: ὠκύς, πούς.
English (Slater)
ὠκῠπους
1 swift-footed ἵππων τ' ὠκυπόδων Παρθ. 2. 44.
Greek Monolingual
-ουν / ὠκύπους, -ουν, ΝΜΑ, και ὠκύπος, -ον, Α
(στη νεοελλ. ως λόγιος τ.) ο γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαρος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ωκύπους
ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύπους). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. ocypode].
Greek Monotonic
ὠκύπους: ὁ, ἡ ή -πουν, τό, αιτ. αρσ. ὠκύπουν, Επικ. δοτ. πληθ. ὠκυπόδεσσι κ.λπ.· γοργοπόδαρος, επίθ. που λέγεται για τα άλογα, σε Όμηρ.· ἱππικῶν ὠκύπους ἀγών, σε Σοφ.· κύνες, σε Ευρ. κ.λπ.