Ιουδαίος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. -α<br />(ΑΜ Ἰουδαῑος)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον ιουδαϊκό λαό, στην ιουδαϊκή [[κοινότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περιπλανώμενος [[Ιουδαίος]]» <br />α) το μυθ. [[πρόσωπο]] Αχασβήρος<br />β) [[κάθε]] [[άνθρωπος]] που μετακινείται διαρκώς [[χωρίς]] να ησυχάζει και να διαμένει μονίμως [[κάπου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. εβρ. <i>Y</i><i>ě</i><i>h</i><i>ū</i><i>dh</i><i>ī</i> <span style="color: red;"><</span> εβρ. κύριο όν. <i>Y</i><i>ě</i><i>h</i><i>ū</i><i>dh</i><i>ā</i> (Ιούδας, ο [[γιος]] του Ιακώβ και [[γενάρχης]] μιας από τις [[δώδεκα]] φυλές του Ισραήλ)].
|mltxt=ο, θηλ. -α<br />(ΑΜ Ἰουδαῑος)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον ιουδαϊκό λαό, στην ιουδαϊκή [[κοινότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περιπλανώμενος [[Ιουδαίος]]» <br />α) το μυθ. [[πρόσωπο]] Αχασβήρος<br />β) [[κάθε]] [[άνθρωπος]] που μετακινείται διαρκώς [[χωρίς]] να ησυχάζει και να διαμένει μονίμως [[κάπου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. εβρ. <i>Y</i><i>ě</i><i>h</i><i>ū</i><i>dh</i><i>ī</i> <span style="color: red;"><</span> εβρ. κύριο όν. <i>Y</i><i>ě</i><i>h</i><i>ū</i><i>dh</i><i>ā</i> (Ιούδας, ο [[γιος]] του Ιακώβ και [[γενάρχης]] μιας από τις [[δώδεκα]] φυλές του Ισραήλ)].
}}
}}

Revision as of 21:43, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο, θηλ. -α
(ΑΜ Ἰουδαῑος)
1. αυτός που ανήκει στον ιουδαϊκό λαό, στην ιουδαϊκή κοινότητα
2. φρ. «περιπλανώμενος Ιουδαίος»
α) το μυθ. πρόσωπο Αχασβήρος
β) κάθε άνθρωπος που μετακινείται διαρκώς χωρίς να ησυχάζει και να διαμένει μονίμως κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. εβρ. Yěhūdhī < εβρ. κύριο όν. Yěhūdhā (Ιούδας, ο γιος του Ιακώβ και γενάρχης μιας από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ)].