αμαυρωτικός: Difference between revisions
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμαυρωτικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[αμαύρωση]] τών οφθαλμών ή [[είναι]] [[επιρρεπής]] σ' αυτή<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να προκαλέσει [[αμαύρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμαυρωτικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[αμαύρωση]] τών οφθαλμών ή [[είναι]] [[επιρρεπής]] σ' αυτή<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να προκαλέσει [[αμαύρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμαυρῶ</i> <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>τικός</i><br />η λ. πέρασε στην ξεν. επιστημονική [[ορολογία]], πρβλ. αγγλ. <i>amaurotic</i>, από όπου και η νεώτερη [[σημασία]] της λ. στα νέα Ελληνικά]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀμαυρωτικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από αμαύρωση τών οφθαλμών ή είναι επιρρεπής σ' αυτή
αρχ.
αυτός που μπορεί να προκαλέσει αμαύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμαυρῶ + παραγ. κατάλ. -τικός
η λ. πέρασε στην ξεν. επιστημονική ορολογία, πρβλ. αγγλ. amaurotic, από όπου και η νεώτερη σημασία της λ. στα νέα Ελληνικά].