ἀγρευτής: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγρευτής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> = [[κυνηγός]], όπως το [[ἀγρεύς]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., <i>ἀγρευταὶ κύνες</i>, κυνηγετικά σκυλιά, σε Σόλωνα· <i>ἀγρευταὶ κάλαμοι</i>, [[παγίδα]] κυνηγιού από καλάμια, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀγρευτής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> = [[κυνηγός]], όπως το [[ἀγρεύς]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., <i>ἀγρευταὶ κύνες</i>, κυνηγετικά σκυλιά, σε Σόλωνα· <i>ἀγρευταὶ κάλαμοι</i>, [[παγίδα]] κυνηγιού από καλάμια, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγρευτής:''' <b class="num">II</b> οῦ ὁ Soph. = [[ἀγρεύς]].<br /><b class="num">III</b> οῦ adj. m охотничий, ловецкий ([[δόναξ]], κάλαμοι Anth.).<br />ῆρος ὁ Theocr. = [[ἀγρεύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A hunter, epith. of Apollo as slayer of Python, S.OC1091(lyr.), PFlor.297.19 (vi A.D.): metaph., of sleep, ἀ. πτηνοῦ φάσματος AP12.125 (Mel.). II Adj., κύνες ἀ. hounds, Sol.23; ἀ. κάλαμοι a fowler's trap of reeds, AP7.171 (Mnasalc.), cf. 6.109 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 22] ὁ, dasselbe, Apollo, bei Soph. O. C. 1093; öfter in Anthol.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρευτής: -οῦ, ὁ, = κυνηγός, ὡς τὸ ἀγρεύς, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος ὡς καταβαλόντος τὸν Πύθωνα, Σοφ. Ο. Κ. 1091 (λυρ.). ΙΙ. ὡς ἐπίθ. ἀγρ. κύνες, κυνηγετικοὶ κ., Σόλων 23, 2· ἀγρ. κάλαμοι, ἡ ἐκ καλάμων παγὶς τοῦ θηρευτοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 171, πρβλ. 6. 109.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chasseur.
Étymologie: ἀγρεύω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Morfología: [ac. dór. ἀγρευτάν S.OC 1091]
1 cazador epít. de Apolo, S.OC 1091
•subst. cazador Call.Epigr.31.1, κοινότης τῶν ἀγρευτῶν SB 6704.4 (VI d.C.)
•fig. del sueño ἀ. πτηνοῦ φάσματος AP 12.125 (Mel.).
2 que sirve para cazar, de caza κύνες Sol.13, de artilugios para cazar aves κάλαμοι AP 7.171 (Mnasalc.), πετηνῶν ἀγρευτὰν ἰξῷ μυδαλέον δόνακα AP 6.109 (Antip.Sid.).
Greek Monotonic
ἀγρευτής: -οῦ, ὁ,
I. = κυνηγός, όπως το ἀγρεύς, σε Σοφ.
II. ως επίθ., ἀγρευταὶ κύνες, κυνηγετικά σκυλιά, σε Σόλωνα· ἀγρευταὶ κάλαμοι, παγίδα κυνηγιού από καλάμια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγρευτής: II οῦ ὁ Soph. = ἀγρεύς.
III οῦ adj. m охотничий, ловецкий (δόναξ, κάλαμοι Anth.).
ῆρος ὁ Theocr. = ἀγρεύς.