ἀγαπητικός: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγαπητικός:''' -ή, -όν ([[ἀγαπάω]]), [[φιλόστοργος]], [[γλυκός]], [[τρυφερός]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀγαπητικός:''' -ή, -όν ([[ἀγαπάω]]), [[φιλόστοργος]], [[γλυκός]], [[τρυφερός]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγᾰπητικός:''' склонный к любви, любящий; ἀγαπητικόν τι Plut. некая потребность любить. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A affectionate, Plu.Sol.7; περὶ τὰ τέκνα M.Ant.1.13, etc. Adv. -κῶς Ph.2.216, Sch.E.Ph.309.
German (Pape)
[Seite 9] Plut. Sol. 7 ἡ ψυχὴ -κόν τι ἐν ἑαυτῇ ἔχει, etwas zur Liebe Geneigtes, u. so Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαπητικός: -ή, -όν, φιλόστοργος, ἡ ψυχὴ ἀγ. τί ἐν ἑαυτῇ ἔχει, Πλούτ. Σολ. 7, Κλήμ. Ἀλεξ. 123, κτλ. ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 102, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
affectueux.
Étymologie: ἀγαπητός.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 afectuoso, cariñoso τι ἀγαπητικόν Plu.Sol.7, ἀγαπητικὴ ὡς μήτηρ Clem.Al.Paed.1.6.42, τὸ ἀγαπητικὸν περὶ τὰ τέκνα M.Ant.1.13
•amoroso, caritativo διδασκαλία Clem.Al.Strom.4.18.113, σβέσαι τὴν διάθεσιν τὴν ἀγαπητικήν eliminar la disposición a la caridad Didym.Gen.44.18, αἱ ἀγαπητικαὶ τῶν ῥημάτων ἐμφάσεις Gr.Nyss.Hom. in Cant.31.3, σχέσις Gr.Nyss.Hom. in Cant.21.18.
2 adv. -ῶς cariñosamente, afectuosamente Ph.2.216, Sch.E.Ph.308
•amorosamente, caritativamente τὸν καθηγούμενον ἀ. ἀρίστου βίου Clem.Al.Paed.1.3.9, ἡ θεία ζωή ... ἀ. πρὸς τὸ καλὸν ἐκ φύσεως ἔχει Gr.Nyss.M.46.97A.
Greek Monotonic
ἀγαπητικός: -ή, -όν (ἀγαπάω), φιλόστοργος, γλυκός, τρυφερός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰπητικός: склонный к любви, любящий; ἀγαπητικόν τι Plut. некая потребность любить.