ἀβουλέω: Difference between revisions

From LSJ

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀβουλέω:''' ([[α- στερητικό]], [[βούλομαι]]), είμαι [[απρόθυμος]], δεν έχω [[θέληση]], σε Πλάτ. (Το [[ἀβουλέω]] αποτελεί [[εξαίρεση]] στον κανόνα ότι το [[α- στερητικό]] δεν μπορεί να συντεθεί άμεσα με ρήματα, βλ. α- I).
|lsmtext='''ἀβουλέω:''' ([[α- στερητικό]], [[βούλομαι]]), είμαι [[απρόθυμος]], δεν έχω [[θέληση]], σε Πλάτ. (Το [[ἀβουλέω]] αποτελεί [[εξαίρεση]] στον κανόνα ότι το [[α- στερητικό]] δεν μπορεί να συντεθεί άμεσα με ρήματα, βλ. α- I).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀβουλέω:''' не желать, не хотеть Plat.
}}
}}

Revision as of 15:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβουλέω Medium diacritics: ἀβουλέω Low diacritics: αβουλέω Capitals: ΑΒΟΥΛΕΩ
Transliteration A: abouléō Transliteration B: abouleō Transliteration C: avouleo Beta Code: a)boule/w

English (LSJ)

   A to be unwilling, Pl.R.437c: c.acc. inf., Id.Ep.347a:—c. acc., dislike, object to, D.C.55.9.    II not to will, οὐ γὰρ -ῶν ἐνεργεῖ without willing, Plot 6.8.13, cf. ib.21.

German (Pape)

[Seite 4] (vgl. ἄβουλος, VLL. μὴ βούλεσθαι u. μὴ βουλεύεσθαι), nicht wollen, Plat. Rep. IV, 437 c; neben μὴ ἐθέλειν, sequ. acc. c. inf Ep. 7, 347 a; Dem. Ep. 2 u. Sp.; ἀβουλήσας τὰ δεδογμένα D. Cass. 55, 9.

French (Bailly abrégé)

ῶ;
ne vouloir pas ; désapprouver.
Étymologie: ἄβουλος.

Spanish (DGE)

1 no querer abs. τὸ ἀβουλεῖν καὶ μὴ ἐθέλειν Pl.R.437c, οὐ γὰρ ἀβουλῶν ἐνεργεῖ no actúa sin poner voluntad Plot.6.8.13
c. inf. ἀβουλῶν ἐμὲ ἐκπλεῖν no queriendo que yo me marche Pl.Ep.347a, cf. D.Ep.2.17.
2 desaprobar τὰ δεδογμένα D.C.55.9.8.

Greek Monotonic

ἀβουλέω: (α- στερητικό, βούλομαι), είμαι απρόθυμος, δεν έχω θέληση, σε Πλάτ. (Το ἀβουλέω αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα ότι το α- στερητικό δεν μπορεί να συντεθεί άμεσα με ρήματα, βλ. α- I).

Russian (Dvoretsky)

ἀβουλέω: не желать, не хотеть Plat.