ἀγριόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγριόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει άγρια ή τραχιά [[φωνή]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀγριόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει άγρια ή τραχιά [[φωνή]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγριόφωνος:''' говорящий на грубом языке ([[Σίντιες]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 15:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγριόφωνος Medium diacritics: ἀγριόφωνος Low diacritics: αγριόφωνος Capitals: ΑΓΡΙΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: agrióphōnos Transliteration B: agriophōnos Transliteration C: agriofonos Beta Code: a)grio/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A with rough voice or tongue, like βαρβαρόφωνος, Od.8.294; Δᾶτις App.Anth.3.74.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγριόφωνος: -ον, ὁ ἔχων ἀγρίαν, ἤτοι τραχεῖαν φωνὴν ἢ γλῶσσαν· ὡς τὸ βαρβαρόφωνος, Ὀδ. Θ. 294.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix sauvage, au langage barbare.
Étymologie: ἄγριος, φωνή.

English (Autenrieth)

rude-voiced, of the Sintians of Lemnos, Od. 8.294†.

Spanish (DGE)

-ον
de lengua áspera e.d. no griega ἐς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους Od.8.294, Δᾶτις Eust.Pind.26.25.

Greek Monotonic

ἀγριόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει άγρια ή τραχιά φωνή, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγριόφωνος: говорящий на грубом языке (Σίντιες Hom.).