ἁβρόγοος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁβρόγοος:''' -ον, αυτός που θρηνεί με [[θηλυπρέπεια]], δηλ. σαν [[γυναίκα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἁβρόγοος:''' -ον, αυτός που θρηνεί με [[θηλυπρέπεια]], δηλ. σαν [[γυναίκα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁβρόγοος:''' кротко жалующийся, жалобно рыдающий (Περσίδες Aesch.).
}}
}}

Revision as of 15:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁβρόγοος Medium diacritics: ἁβρόγοος Low diacritics: αβρόγοος Capitals: ΑΒΡΟΓΟΟΣ
Transliteration A: habrógoos Transliteration B: habrogoos Transliteration C: avrogoos Beta Code: a(bro/goos

English (LSJ)

ον,

   A wailing womanishly, A.Pers.541.

Greek (Liddell-Scott)

ἁβρόγοος: -ον, = θρηνῶν ὡς γυνή. Αἰσχύλ. Πέρσ. 541.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui gémit comme une femme.
Étymologie: ἁβρός, γόος.

Spanish (DGE)

-ον
de tierno, refinado llanto Περσίδες A.Pers.541, cf. ἁβροπενθής.

Greek Monotonic

ἁβρόγοος: -ον, αυτός που θρηνεί με θηλυπρέπεια, δηλ. σαν γυναίκα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἁβρόγοος: кротко жалующийся, жалобно рыдающий (Περσίδες Aesch.).