αἱμυλομήτης: Difference between revisions

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἱμῠλομήτης:''' -ου, ὁ ([[μήτις]]), αυτός που κατακτά, που κερδίζει με πανουργίες, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''αἱμῠλομήτης:''' -ου, ὁ ([[μήτις]]), αυτός που κατακτά, που κερδίζει με πανουργίες, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''αἱμῠλομήτης:''' ласкающийся, вкрадчивый ([[παῖς]] HH).
}}
}}

Revision as of 15:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμῠλομήτης Medium diacritics: αἱμυλομήτης Low diacritics: αιμυλομήτης Capitals: ΑΙΜΥΛΟΜΗΤΗΣ
Transliteration A: haimylomḗtēs Transliteration B: haimylomētēs Transliteration C: aimylomitis Beta Code: ai(mulomh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A of winning wiles, h.Merc.13.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμῠλομήτης: -ου, ὁ ἐπιχαρίτως, θελκτικῶς ἐξαπατῶν, ὁ θωπευτικῶς πανοῦργος, Λατ. blande decipiens, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 13, ἔνθα ὁ Ruhnk ἐξ εἰκασίας προτείνει αἱμυλόμυθος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habile dans l’art de tromper.
Étymologie: αἱμύλος, μῆτις.

Spanish (DGE)

(αἱμῠλομήτης) -ου, ὁ de mente astutade Hermes h.Merc.13.

Greek Monotonic

αἱμῠλομήτης: -ου, ὁ (μήτις), αυτός που κατακτά, που κερδίζει με πανουργίες, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

αἱμῠλομήτης: ласкающийся, вкрадчивый (παῖς HH).