αἰνόλινος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰνόλῐνος:''' -ον ([[λίνον]]), [[άτυχος]], [[δυστυχής]] στης ζωής το [[νήμα]], λέγεται σε [[σχέση]] με τις Μοίρες, σε Ανθ.
|lsmtext='''αἰνόλῐνος:''' -ον ([[λίνον]]), [[άτυχος]], [[δυστυχής]] στης ζωής το [[νήμα]], λέγεται σε [[σχέση]] με τις Μοίρες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰνόλῐνος:''' чья нить (жизни) была несчастливо соткана, т. е. несчастный, злополучный Anth.
}}
}}

Revision as of 06:39, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνόλῐνος Medium diacritics: αἰνόλινος Low diacritics: αινόλινος Capitals: ΑΙΝΟΛΙΝΟΣ
Transliteration A: ainólinos Transliteration B: ainolinos Transliteration C: ainolinos Beta Code: ai)no/linos

English (LSJ)

ον,

   A unfortunate in life's thread (i.e. dying young), AP7.527 (Theod.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰνόλῐνος: -ον, δυστυχής, ὁ ἔχων δυστυχὲς τῆς ζωῆς τὸ νῆμα, ἐν σχέσει πρὸς τὰς Μοίρας, Ἀνθ. Π. 7. 527.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au fil ou à la trame funeste.
Étymologie: αἰνός, λίνον.

Spanish (DGE)

(αἰνόλῐνος) -ον
de triste hilode la vida de un joven muerto AP 7.527 (Theodorid.).

Greek Monotonic

αἰνόλῐνος: -ον (λίνον), άτυχος, δυστυχής στης ζωής το νήμα, λέγεται σε σχέση με τις Μοίρες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

αἰνόλῐνος: чья нить (жизни) была несчастливо соткана, т. е. несчастный, злополучный Anth.