ἀκριτόφυρτος: Difference between revisions
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκρῐτόφυρτος:''' -ον ([[φύρω]]), αδιακρίτως αναμεμιγμένος, ανάμικτος, [[μικτός]], ανακατεμένος, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀκρῐτόφυρτος:''' -ον ([[φύρω]]), αδιακρίτως αναμεμιγμένος, ανάμικτος, [[μικτός]], ανακατεμένος, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκρῐτόφυρτος:''' перемешанный, представляющий беспорядочную груду (γᾶς [[δόσις]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A undistinguishably mixed, A. Th.360.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῐτόφυρτος: -ον, ὁ ἀδιακρίτως πεφυρμένος, ἀναμεμιγμένος, Αἰσχ. Θήβ. 360.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mêlé confusément.
Étymologie: ἄκριτος, φύρω.
Spanish (DGE)
(ἀκρῐτόφυρτος) -ον
que está en varia mezcla, mezclado de manera indistinguible γᾶς δόσις A.Th.360.
Greek Monolingual
ἀκριτόφυρτος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι δυνατόν να τον διακρίνει, να τον ξεχωρίσει κανείς, επειδή εχει αναμιχθεί με άλλα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -φυρτος < φύρω.
Greek Monotonic
ἀκρῐτόφυρτος: -ον (φύρω), αδιακρίτως αναμεμιγμένος, ανάμικτος, μικτός, ανακατεμένος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρῐτόφυρτος: перемешанный, представляющий беспорядочную груду (γᾶς δόσις Aesch.).